νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
συμφιλιῶ, -όω, ΝΜ
επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φιλιῶ /-ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)].
συμφιλιῶ, -όω, ΝΜ
επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φιλιῶ /-ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)].