συναιγλία
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
English (LSJ)
v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.