συναποθλώ

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].

Greek Monolingual

-άω, Α
συντρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπό + θλῶ «σπάω»].