διατανύω

Revision as of 22:31, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας A.R.4.601.

Greek (Liddell-Scott)

διατανύω: διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601.

Spanish (DGE)

(διατᾰνύω) 1 extender totalmente (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.
2 en v. med. estirarse μετὰ χάσμης Sch.Luc.Lex.21.

Greek Monolingual

διατανύω (Α)
διατείνω, απλώνω.