απλώνω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
(AM ἁπλῶ, -όω) [[[απλούς]] (-όος)]
αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω
νεοελλ.
Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν
II. φρ.
1. «απλώνω την αρίδα μου» — επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως
2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» — σηκώνω το χέρι για να κτυπήσω κάποιον
3. «απλώνω» ή «απλώνω το χέρι» — κλέβω.