διερριμμένως
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
Adv. in a disjointed way, Plb.3.58.3.
Greek (Liddell-Scott)
διερριμμένως: ἐπίρρ., ἐκ παρέργου, ἀμελῶς, «σκορπιστά», Λατ. sparsim, Πολύβ. 3. 58, 3.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. pas. de διαρρίπτω en forma dispersa ῥητέον δέ τι ... οὐκ ... δ. Plb.3.58.3, cf. Clem.Al.Strom.1.12.56, 7.18.110.
Russian (Dvoretsky)
διερριμμένως: бессвязно (οὐ δ., ἀλλ᾽ ἐξ ἐπιστάσεως ῥητέον Polyb.).