βλεφαρικός
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ή, όν, of or for the eyelids, (about eyedrops, collyrium) Cael.Aur.TP4.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
βλεφᾰρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὰ βλέφαρα, Καίλ. Αὐρηλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de o para los párpados de un colirio, Cael.Aur.TP 4.2.17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βλεφαρικός, -ή, -όν) βλέφαρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.