ἀκέντριστος

From LSJ
Revision as of 20:21, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέντριστος Medium diacritics: ἀκέντριστος Low diacritics: ακέντριστος Capitals: ΑΚΕΝΤΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akéntristos Transliteration B: akentristos Transliteration C: akentristos Beta Code: a)ke/ntristos

English (LSJ)

ον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.