ἀπαράλειπτος

Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A unintermittent, Simp.in Ph.213.34. Adv. -τως Syrian.in Metaph.132.23, Procl. in Prm.p.833 S. 2 complete, Alex.Trall.5.1.

German (Pape)

[Seite 279] unablässig, unaufhörlich, Sp., wie Schol. Soph. Ai. 369.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ παραλείψεως, συνεχής, πλήρης, Ἀλέξ. Τραλλ. 241, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 1. 1. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no falto, completo λόγος Alex.Trall.2.149.21.
2 ininterrumpido, indefinido διαίρεσις Simp.in Ph.213.34.
II adv. -ως
1 completamente βαπτίζει Cyr.H.Catech.17.14.
2 ininterrumpidamente, sin falta, sin excepción καταριθμήσεις Eus.LC 18 (p.259.19), Gr.Naz.M.37.389C, τοῖς εἴδεσι διακοσμοῦσα Syrian.in Metaph.132.23, cf. Procl.in Prm.1061.17, PRoss.Georg.4.8.12.

Greek Monolingual

ἀπαράλειπτος, -ον (Α)
δίχως κενά ή παραλείψεις, αδιάλειπτος, συνεχής.