ἀτεύχητος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ον, = ἀτευχής (unequipped, unarmed), E. Andr. 543 (Phil.), Epic.Alex.Adesp. 8.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεύχητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 9. 543.
Spanish (DGE)
-ον
inerme χεῖρες AP 9.543 (Phil.), Epic.Alex.Adesp.8.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀτεύχητος: Anth. = ἀτευχής.