ἐναποτίνω

Revision as of 06:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.

French (Bailly abrégé)

payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.

Spanish (DGE)

pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.

Greek Monolingual

ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.

Greek Monotonic

ἐναποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποτίνω: (ῑ) (в качестве судебных издержек) уплачивать, растрачивать (χρήματα Arph.).

Middle Liddell

fut. -τίσω
to spend on law in a place, Ar.