δίκρανος

Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A two-headed, Parm.6.5. II Subst. δίκρᾱνον, τό, pitchfork, δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12. III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 629] zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωθεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρᾱνος: -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν ἐργαλεῖον δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fourchu ; τὸ δίκρανον fourche.
Étymologie: δίς, κάρα.

Spanish (DGE)

(δίκρᾱνος) -ον
I de dos cabezas e.d. indeciso, desorientado βροτοί Parm.B 6.5.
II subst. ὁ δ.
1 agr. horca, horquilla δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12, cf. Phryn.204, Symm.Ps.73.6, Sch.Ar.Pax 637b.
2 bifurcación, cruce de caminos Hsch.