pf. Pass. of ναίω (only poet.); also (in Prose) of νάσσω.
νένασμαι: παθητ. πρκμ. τοῦ ναίω (μόνον ποιητικ.)· ὡσαύτως τοῦ νάσσω. Ἀλλ’ οὐδέποτε εἶναι Δωρ. ἀντὶ τοῦ νένησμαι, ἐκ τοῦ νέω.
pf. Pass. de ναίω et de νάσσω.
νένασμαι:I. Παθ. παρακ. του ναίω.
II. επίσης, του νάσσω.
νένασμαι:
I pf. pass. к ναίω I.
II pf. pass. к νάσσω.