λευκοκράμβη
English (LSJ)
ἡ, white cabbage, Gp.12.1.4.
German (Pape)
[Seite 34] ἡ, Weißkohl, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοκράμβη: ἡ, λευκὴ κράμβη, Γεωπ. 12. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
λευκοκράμβη, ἡ (Μ)
λευκό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + κράμβη «αγριολάχανο»].