αγριολάχανο

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

το (Α ἀγριολάχανον)
συνήθως στον πληθ. τα αγριολάχανα
άγρια λαχανικά και χόρτα του βουνού, κάθε άγριο φαγώσιμο χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἀγριολάχανον < ἄγριος + λάχανον.