λευκοκράμβη

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοκράμβη Medium diacritics: λευκοκράμβη Low diacritics: λευκοκράμβη Capitals: ΛΕΥΚΟΚΡΑΜΒΗ
Transliteration A: leukokrámbē Transliteration B: leukokrambē Transliteration C: lefkokramvi Beta Code: leukokra/mbh

English (LSJ)

ἡ, white cabbage, Gp.12.1.4.

German (Pape)

[Seite 34] ἡ, Weißkohl, Geop.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chou blanc, plante.
Étymologie: λευκός, κράμβη.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοκράμβη: ἡ, λευκὴ κράμβη, Γεωπ. 12. 1, 4.

Greek Monolingual

λευκοκράμβη, ἡ (Μ)
λευκό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + κράμβη «αγριολάχανο»].