κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.
contr. de κέηται.
see κεῖμαι.
κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.
κῆται: эп. (= κέηται) 3 л. sing. conjct. к κεῖμαι.