Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
μέλων: «ἀρέσκων» Ἡσύχ.
part. de μέλω.
μέλων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀρέσκων».