μέλων

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

French (Bailly abrégé)

part. de μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μέλων: «ἀρέσκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μέλων (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρέσκων».