ἀντιπεριλαμβάνω

Revision as of 13:28, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

embrace in turn, X.Smp. 9.4.

Spanish (DGE)

abrazar a su vezΔιόνυσος περιλαβὼν ἐφίλησε αὐτήν. Ἡ δὲ ... ἀντιπεριελάμβανεν X.Smp.9.4.

German (Pape)

[Seite 258] (s. λαμβάνω), dagegen umarmen, Xen. Conv. 9, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριλαμβάνω: περιπτύσσομαι καὶ αὐτός, περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν· ἡ δ’... ἀντιπεριελάμβανεν Ξεν. Συμπ. 9. 4.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour.
Étymologie: ἀντί, περιλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἀντιπεριλαμβάνω (Α)
αγκαλιάζω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αγκαλιάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπεριλαμβάνω: в свою очередь обнимать Xen.

Middle Liddell

to embrace in turn, Xen.