ἄναντα
English (LSJ)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj. neutr. plu.
1 cosas no trituradas S.Fr.294.
2 ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα Hsch.
II adv. cuesta arriba ἧλθον Il.23.116.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντι
αρχ.
προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Greek Monotonic
ἄναντα: επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναντα: adv. в гору, вверх (ἦλθον Hom.).