προεξαγγέλλω

Revision as of 08:29, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

announce beforehand, D.19.248, J.BJ2.21.8, Arr. An.6.4.5.

German (Pape)

[Seite 720] vorher hinausverkündigen; Dem. 19, 248 vrbdt οὔ προεῖπεν, οὐδὲ προεξήγγειλεν, ἀλλὰ τοὐναντίον συνέκρυψε; Sp., wie Arr. An. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

annoncer ou divulguer d'avance.
Étymologie: πρό, ἐξαγγέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προεξαγγέλλω: ἐξαγγέλλω προηγουμένως, πρότερον, Δημ. 419. 15, Ἀρρ. Ἀν. 5. 4.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εξαγγέλλω εκ τών προτέρων κάτι.

Greek Monotonic

προεξαγγέλλω: ανακοινώνω από πριν, προκηρύσσω, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξαγγέλλω tevoren bericht sturen.

Russian (Dvoretsky)

προεξαγγέλλω: заранее объявлять Dem.

Middle Liddell

to announce beforehand, Dem.