Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
dor. c. βληχή.
βλᾱχά: Δωρ. ἀντὶ βληχή.
ηβλ. βληχή.
βλᾱχά: Δωρ. αντί βληχή.
βλᾱχά: ἡ дор. = βληχή.
βλαχά Dor. voor βληχή.