δημιοεργός

Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

όν, poet. for δημιουργός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 562] ion. u. p. = δημιουργός, w. m. s.; ὄρθρος, der die Arbeit fördernde Morgen, H. h. Merc. 98.

French (Bailly abrégé)

v. δημιουργός.

Greek (Liddell-Scott)

δημιοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δημιουργός, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

(ϝέργον): worker for the community, craftsman; of the seer, physician, joiner, bard, Od. 17.383 ff.

Greek Monotonic

δημιοεργός: -όν, ποιητ. αντί δημιουργός.

Russian (Dvoretsky)

δημιοεργός: ὁ эп. = δημιουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιοεργός -όν, zie δημιουργός.