κοπτή
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ἡ, A = θαλάσσιον πράσον, Dionys.Utic. ap. Ath.14.648e. II v. κοπτός 11.2.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτή: ἡ, = πράσον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 648Ε. ΙΙ. ἴδε κοπτὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
(I)
κοπτή, ἡ (Α)
θηλ. του κοπτός.
(II)
κοπτή ή κόπτη, ἡ (Α) κοπτός
θαλάσσιο πράσο.
Russian (Dvoretsky)
κοπτή: ἡ пирожок, коржик (из пшеничной муки на кунжутном масле) Anth.