δυσπρόσωπος

Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, of ill aspect, sour looks, Artem.3.47, f.l. in Plu. Mar.15, cf. Men.Rh.p.416S.

Spanish (DGE)

-ον
feo, deforme, de aspecto desagradable ὄμματα Trag.Adesp.339a, cf. S.OC 286 (var., v. δυσπρόσοπτος), πᾶν γὰρ εἰδεχθὲς καὶ δυσπρόσωπον ὁραθέν la contemplación de cualquier cosa desagradable y repugnante ref. enfermos de lepra, Artem.3.47, op. καλός Lib.Decl.43.55, cf. Poll.2.47, glos. a δυσειδής Sch.Opp.C.2.608.

German (Pape)

[Seite 688] von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v.l. δυσπρόσοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυθρωπὰ καὶ δύσμορφα B. A. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'aspect terrible.
Étymologie: δυσ-, πρόσωπον.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσωπος: -ον, ἔχων κακὸν πρόσωπον, Πλούτ. Μαρ. 15· ἴδε δυσπρόσοιστος καὶ δυσπρόσοπτος.

Greek Monolingual

δυσπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκρουστική όψη.

Greek Monotonic

δυσπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει άσχημο, δύσμορφο πρόσωπο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσωπος: страшный лицом (Τεύτονες δυσπρώσοποι τὰ εἴδη Plut.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσωπος, ον πρόσωπον
of ill aspect, Plut.