δυσπρόσωπος
English (LSJ)
ον, of ill aspect, sour looks, Artem.3.47, f.l. in Plu. Mar.15, cf. Men.Rh.p.416S.
Spanish (DGE)
-ον
feo, deforme, de aspecto desagradable ὄμματα Trag.Adesp.339a, cf. S.OC 286 (var., v. δυσπρόσοπτος), πᾶν γὰρ εἰδεχθὲς καὶ δυσπρόσωπον ὁραθέν la contemplación de cualquier cosa desagradable y repugnante ref. enfermos de lepra, Artem.3.47, op. καλός Lib.Decl.43.55, cf. Poll.2.47, glos. a δυσειδής Sch.Opp.C.2.608.
German (Pape)
[Seite 688] von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v.l. δυσπρόσοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυθρωπὰ καὶ δύσμορφα B. A. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'aspect terrible.
Étymologie: δυσ-, πρόσωπον.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσωπος: -ον, ἔχων κακὸν πρόσωπον, Πλούτ. Μαρ. 15· ἴδε δυσπρόσοιστος καὶ δυσπρόσοπτος.
Greek Monolingual
δυσπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκρουστική όψη.
Greek Monotonic
δυσπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει άσχημο, δύσμορφο πρόσωπο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσωπος: страшный лицом (Τεύτονες δυσπρώσοποι τὰ εἴδη Plut.).