μαλακόθριξ

Revision as of 14:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).