μελανόστερφος

Revision as of 04:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, black-skinned, A.Fr.370 (μελαστ- cod. L, fort. μελανστ-).

German (Pape)

[Seite 120] mit schwarzer Haut, γένυς, Aesch. frg. 404 bei Schol. Ap. Rh. 4, 1348.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστερφος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 389· ὁ Nauck μελανστέρφων, χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

μελανόστερφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρφος «δέρμα»].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστερφος: чернокожий (sc. γένος Aesch.).