νεκροδόκος

Revision as of 13:36, 25 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, = νεκροδέγμων, receiving the dead, κλιντήρ AP7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, Ἀνθ. Π. 7. 634.

Greek Monolingual

νεκροδόκος, -ον (Α)
(για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιεροδόκος, μηλοδόκος.

Greek Monotonic

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδόκος: Anth. = νεκροδέγμων.

Middle Liddell

νεκρο-δόκος, ον = νεκροδέγμων, Anth.]