ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Source
German (Pape)
[Seite 1371] ion. = χράομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
χρέομαι: Ἰων. ἀντὶ χράομαι, Ἡρόδ.· ἴδε ἐν χράω (Γ).
Greek Monotonic
χρέομαι: Ιων. αντί χράομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρέομαι: ион. = χράομαι I.