χρυσεόστολμος

Revision as of 11:24, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d'or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) χρυσεόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + στολμός «στολή, ενδυμασία»].

Greek Monotonic

χρῡσεόστολμος: -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόστολμος: украшенный золотом (δόμοι Aesch.).

Middle Liddell

χρῡσεό-στολμος, ον, στέλλω
decked, dight with gold, Aesch.