ἱράομαι

Revision as of 17:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.

German (Pape)

[Seite 1262] = ἱεράομαι, ion.. wie ἱρεύς, ἱρεύω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἱεράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱράομαι: Ἰων. ἀντὶ ἱεράομαι.

Greek Monotonic

ἱράομαι: Ιων. αντί ἱεράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱράομαι: ион. = ἱεράομαι.