αἰγιαλίτης

Revision as of 19:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. αἰγιαλ-ῖτις, ιδοςA, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)

Greek Monotonic

αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγιᾰλίτης: ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье (Πάν, Πρίηπος Anth.).

Middle Liddell

[from αἰγιαλός
one who haunts the shore, Anth.