αἰειγενής
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ές, = αἰειγενέτης (everlasting), Opp. C. 2.397.
Greek (Liddell-Scott)
αἰειγενής: -ές, = τῷ προηγ., Ὀπ. Κ. 2. 397.
Spanish (DGE)
v. ἀειγενής.