ἑλικόρροος
From LSJ
θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
English (LSJ)
ον, with winding stream, Orac. ap. Paus.4.20.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκόρροος: -ον, ὁ ἔχων ῥοῦν ἑλικοειδῆ, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 4. 20, 1.
Spanish (DGE)
-ον
que forma remolinos Νέδης ἑλικόρροον ὕδωρ Orác. en Paus.4.20.1.