creador
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Spanish > Greek
γενέτης, γεννητήρ, γενεσιάρχης, γεννησιουργός, γενετήρ, δημιουργητικός, ἀναγεννητικός, ἀποτελεσματικός, γεννήτωρ, γενεσιουργός, δημιουργικός