επίστροφος

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143

Greek Monolingual

ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῑ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.