Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμέας

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμεύς, -έως) κέραμος
αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός
αρχ.
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῖς και (αττ. τ.) Κεραμῆς
ονομασία δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», Πλάτ.)
2. φρ. «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς ἄνθρωπος» — κάθε σαθρό και επισφαλές πράγμα
3. παροιμ. «κεραμεύς κεραμεῑ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (Ησίοδ.).