θρονίζομαι
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
Pass., A to be enthroned, LXXEs.1.2. II to be initiated, consecrated, τισι PMag.Lond.121.747.
Greek (Liddell-Scott)
θρονίζομαι: Παθ., ἐνθρονίζομαι, ἀναβαίνω εἰς τὸν θρόνον, ὅτε ἐθρονίσθη ὁ βασιλεὺς Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 2)· ἁπλῶς, καθέζομαι ἐπί τινος μέρους, ἐν δίφρῳ θρονιζόμενος Achmes Ὀνειροκρ. σ. 217, 26.