μελάμφυλλος

Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A dark-leaved, δάφνα Anacr. 78 (= 92 Diehl, perhaps pr. n.); δάφναι Theoc.Ep.1.3; κισσός D.P.573; of places, dark with leaves, Αἴτνας κορυφαί Pi.P.1.27; γῆ S.OC 482; ὄρη Ar.Th.997 (lyr.). II as substantive μελάμφυλλον, τό, = ἄκανθος, Dsc.3.17, Gal.11.818.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, mit dunklem Laube, dichtbelaubt, Αἴτνας μελαμφύλλοις κορυφαῖς, Pind. P. 1, 27; γῆ, Soph. O. C. 483, schattig; ὄρη, Ar. Th. 997; sp. D., wie D. Per. 573; – τὸ μελάμφυλλον, eine Pflanze, Bärenklau, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage sombre.
Étymologie: μέλας, φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

μελάμφυλλος: покрытый темной листвой (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάμφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82· κισσὸς Διον. Π. 573· ἐπὶ τόπων, δασύς, σύσκιος, κατάσκιος ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53· γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482· ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = ἄκανθος, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.

English (Slater)

μελάμφυλλος, -ον dark with foliage Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς (P. 1.27)

Greek Monolingual

μελάμφυλλος, -ον (Α)
βλ. μελανόφυλλος.

Greek Monotonic

μελάμφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή σκιά από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

μελάμ-φυλλος, ον φύλλον
dark-leaved, Anacr.: of places, dark with leaves, Pind., Soph.

English (Woodhouse)

shady, black with leaves, dark with leaves, luxuriant with foliage