δυσπρόσδεκτος

Revision as of 12:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d. II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.

Spanish (DGE)

-ον
inaceptable, desagradable φθόνος ... δυσπρόσδεκτα ποιῶν τὰ ὠφέλιμα Plu.2.39d, cf. 100e
neutr. subst. τὸ δ. c. gen. obj. τὸ δ. διαβολῆς la resistencia a escuchar la calumnia M.Ant.1.5.

German (Pape)

[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux;
2 qui admet avec peine, gén..
Étymologie: δυσ-, προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσδεκτος: неприятный, тягостный (λυπηρὸς καὶ δ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.

Greek Monolingual

δυσπρόσδεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα γίνεται αποδεκτός
2. εκείνος που δύσκολα αποδέχεται κάτι.