неприятный
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Russian > Greek
ἐπίφθονος, ἀπάνθρωπος, ἀτερπής, ἀγανακτητός, ὀϊζυρός, οἰζυρός, ἐργώδης, ἀνέραστος, ἀχθεινός, ἄφιλος, ἀβούλητος, ἀνεθέλητος, ἀχάριστος, ἄχαρις, ἀστεργής, ἀνάρσιος, δυσώδης, ἀποθύμιος, δυσπρόσοπτος, λυπηρός, δυσπρόσδεκτος, ἀδευκής, ἀηδής, ἀνήδυστος, ἀνήδυντος, πικρός, προσάντης, ἀργαλέος, δυσχερής, ἀνιαρός, ἀνιηρός, φορτικός, δύσφορος, ἐπαχθής