δυσήριστος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
ον, = δύσηρις (quarrelsome, contentious), Hsch. ; also, = ἀμφίβολος, Id.
Spanish (DGE)
v. δυσέριστος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήριστος: καὶ -ριτος, ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ.