ἀμάλη
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
[ᾰμᾰ], ἡ, = ἄμαλλα, Semus 19, Philostr.Jun.Im.10.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
gavilla Semus 23, Philostr.Iun.Im.10.13, Hsch., cf. tb. ἄμαλλα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάλη: [ᾰμᾰ], ἡ, = ἄμαλλα, Ἀθήν. 618D. Φιλόστρ. Νεώτ. σ. 879.
Greek Monolingual
ἀμάλη, η (Α)
παράλληλος τύπος της λέξης ἄμαλλα.