Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
λῠγηρός: -ά, -όν, (λύγος) εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, Ἀρχ. Μαθ. 46.
-ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν)βλ. λυγερός.