σείρινος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

σείρῐνος: -η, -ον, (σειρός) θερμός, καυστικός, μάλιστα ἐπί τῶν θερινῶν καυμάτων, σ. ἱμάτια, ἐλαφρά θερινά ἐνδύματα, καλοκαιρινά, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α Σείριος
1. θερμός, καυστικός
2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» — ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα.