Σείριος
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σίριος Α
αρχαιότατη ονομασία του αστέρα α του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός, που είναι ο λαμπρότερος απλανής αστέρας
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) ο Ήλιος
2. (γενικά) α) λαμπρός πλανήτης
β) αστέρας
3. ως επίθ. μτφ. καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η ένταξη του τ. στην οικογένεια του ρ. σείω και η σύνδεσή του με το αρχ. ινδ. tvis- «λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ» (βλ. λ. σείω). Το ίδιο επίθημα με το ελλ. Σείριος εμφανίζει και το αβεστ. θwis-ra- «σπινθηροβόλος, λαμπρός» (πρβλ. και αβεστ. tištrya- «αστέρας» και αρχ. ινδ. tisya, όνομα αστέρα)].
Russian (Dvoretsky)
Σείριος: ὁ (sc. ἀστήρ) Сириус (звезда) или созвездие Большого Пса Hes., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Σείριος -ου, ὁ Sirius, de hondsster.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Sirius, dog star (Hes.), also appositive or attributive Σείριος ἀστήρ (Hes. Op. 417), as adj. of stars (Ibyc. a. o.) and of the sun (Archil. a. o.), glowing, burning, desiccating; also as adjunct of the νᾶες (Tim. Pers. 192), prob. reinterpreted as devastating, destroying (cf. v. Wilamowitz ad loc.).
Derivatives: σειριόεις scorching, glowing (ἥλιος, ἀτμός, Opp., Nonn.); σειρι-άω to glow, to scorch (ὀξέα σειριάει, of Σείριος, Arat. 331), also to get a heat stroke, σειρίασις (medic.); σειρ-αίνω to scorch, to parch (Oros ap. EM), -όω (ἀπο-), also -έω (-εόω) to desiccate, to drain, to filtrate (medic., pap.; cf. Lagercrantz on PHolm. 23, 21) with -ωμα, -ωσις (late); -άζω to strike, of lightning (Ael. Dion.). To this designations for thin, transparent (summer)garment: σειρόν, σείριον, σείρινα, σειρήν (Harp., Phot., Hes.); cf. Solmsen Wortforsch. 128. Artificial backformation σείρ, σειρός ὁ ἥλιος καὶ Σείριος (Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not certainly explained. If prop. sparkling, flickering and at all IE., Σείριος can with σείω (s. v.) belong to a verb for be excited, sparkle, gleam in Skt. tviṣ-, to which a.o. tvíṣ- excitement, gleam, tveṣ-á- tempestuous, sparkling; to this also Av. ʮwisra- lighting. Basis then *tu̯eis-ro- or (if σει- would stand for σι-; Götze KZ 51, 151 f.) *tu̯is-ro-; s., beside Bq, WP. 1, 748 w. lit., Pok. 1099. Further details w. lit. in Scherer Gestirnnamen 111ff. -- Furnée 262 compares τίριος θέρους. Κρῆτες H.; if so, the word would be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
Σείριος: {Seírios}
Grammar: m.
Meaning: Sirius, Hundsstern (seit Hes.), auch appositiv od. attributiv Σείριος ἀστήρ (Hes. Op. 417), als Adj. von Sternen (Ibyk. u. a.) und von der Sonne (Archil. u. a.), glühend, brennend, ausdörrend; auch als Beiwort der νᾶες (Tim. Pers. 192), wohl als verheerend, vernichtend umgedeutet (vgl. v. Wilamowitz z. St.).
Derivative: Davon σειριόεις sengend, glühend (ἥλιος, ἀτμός, Opp., Nonn.); σειριάω glühen, sengen (ὀξέα σειριάει, von Σείριος, Arat. 331), auch den Hitzschlag, σειρίασις, bekommen (Mediz.); σειραίνω sengen, dörren (Oros ap. EM), -όω (ἀπο-), auch -έω (-εόω) ausdörren, drainieren, filtrieren (Mediz., Pap.; vgl. Lagercrantz zu PHolm. 23, 21) mit -ωμα, -ωσις (sp.); -άζω schlagen, vom Blitz (Ael. Dion.). Dazu Benennungen für ‘dünnes, durchsichtiges (Sommer)gewand’ : σειρόν, σείριον, σείρινα, σειρήν (Harp., Phot., Hes.); vgl. Solmsen Wortforsch. 128. Künstliche Rückbildung σείρ, σειρός· ὁ ἥλιος καὶ Σείριος (Suid.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Wenn eig. funkelnd, flackernd und überhaupt idg., kann Σείριος mit σείω (s. d.) zu einem Verb für erregt sein, funkeln, glänzen in aind. tviṣ- gehören, wozu u.a. tvíṣ- Aufregung, Glanz, tveṣ-á- ungestüm, funkelnd; dazu noch aw. ϑwisra- leuchtend. Grundform dann *tu̯eis-ro- oder (wenn σει- für σι- stehen sollte; Götze KZ 51, 151 f.) *tu̯is-ro-; s., außer Bq, WP. 1, 748 m. Lit., Pok. 1099. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Scherer Gestirnnamen 111ff.
Page 2,688