κρεκάδια

Revision as of 20:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.

Russian (Dvoretsky)

κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).

Greek Monolingual

κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].

Greek Monotonic

κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.

Middle Liddell

κρεκάδια, ων, τά, κρέκω
a kind of tapestry, Ar.