ποδορρώη

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek (Liddell-Scott)

ποδορρώη: ἡ, (ῥώννυμι) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».

Greek Monolingual

ἡ, Α
(για την Άρτεμι) αυτή που είναι ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ποδορρώρη].