ποδορρώη
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
ποδορρώη: ἡ, (ῥώννυμι) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».
Greek Monolingual
ἡ, Α
(για την Άρτεμι) αυτή που είναι ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ποδορρώρη].
German (Pape)
ἡ, die Fußstarke oder (ῥώομαι) Fußschnelle, Ἀταλάντη, Callim. Dian. 215, Schol. τοῖς ποσὶ ὀρούουσα καὶ ὁρμῶσα.